λιθεία

λιθεία
λῐθ-εία, , later written [full] λιθία, a sort of
A fine stone or marble, Plb.4.52.7, Str.9.5.16, J.AJ8.2.9: collectively, IG11(2).287 A89 (Delos, iii B.C.), Sammelb.5801.3 (i B.C., written -έα, and so in Gloss.).
II collectively, precious stones, jewellery, OGI132.8 (ii B.C.), Str.15.1.67, 16.4.22, D.S.1.46, Peripl.M.Rubr.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθεία — λιθείᾱ , λίθειος fem nom/voc/acc dual λιθείᾱ , λίθειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιθείᾱ , λιθεία fine stone fem nom/voc/acc dual λιθείᾱ , λιθεία fine stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθείᾳ — λιθείᾱͅ , λίθειος fem dat sg (attic doric aeolic) λιθείᾱͅ , λιθεία fine stone fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθεία — και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) [λίθος] 1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση 2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • λιθείας — λιθείᾱς , λίθειος fem acc pl λιθείᾱς , λίθειος fem gen sg (attic doric aeolic) λιθείᾱς , λιθεία fine stone fem acc pl λιθείᾱς , λιθεία fine stone fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθείαν — λιθείᾱν , λίθειος fem acc sg (attic doric aeolic) λιθείᾱν , λιθεία fine stone fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MENSA Sacra — Eucharistia est, cui nomen hoc a loco, in quo a CHRISTO instituta, est inditum, ἐπουράνιος τράπεζα, in Iacobi Liturgia, ἱερὰ, μυςτικὴ, φρικώδης τράπεζα Chrysostomo: τοῦ Σωτῆρος τράπεζα, Palladio in Vita Chrysostomi, ubi de modo iurandi, κατὰ τῆς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λιθία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 388 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 23 χλμ. Α της Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίων Αναργύρων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κομανίτσοβο. * * * λιθία, ἡ (Α) βλ. λιθεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”